- πωποκα
- πώποκαadv. дор. = πώποτε См. πωποτε
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πώποκα — Α (δωρ. τ.) βλ. πώποτε … Dictionary of Greek
πώποτε — και πώ ποτέ και πώποκα Α επίρρ. 1. (με άρνηση) ποτέ ώς τώρα («κακία οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε», ΠΔ.) 2. (χωρίς άρνηση) μερικές φορές, κάποτε, ενίοτε («ὅστις ἐμοῡ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶ* + ποτέ (Η) / ποκά] … Dictionary of Greek